- μουσικομανής
- -έςαυτός που αγαπά υπερβολικά τη μουσική, αλλ. μελομανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + -μανής (< μαίνομαι*). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
μελομανής — ές αυτός που τού αρέσει η μουσική, μουσικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melo mane (< μέλος + μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μουσικομανία — η η μέχρι μανίας λατρεία τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek